We’ve updated our Terms of Use to reflect our new entity name and address. You can review the changes here.
We’ve updated our Terms of Use. You can review the changes here.

Μ​Ε​Ι​Ν​Α​Μ​Ε Μ​Ο​Ν​Ο​Ι

by FIRACE

supported by
/
  • Streaming + Download

    Includes high-quality download in MP3, FLAC and more. Paying supporters also get unlimited streaming via the free Bandcamp app.
    Purchasable with gift card

      name your price

     

1.
Ό,τι σκεφτείς να τρέξεις ν’ ανταμώσεις μ’ αν αγαπήσεις όλα μην τα δώσεις γιατί τα πάντα σβήνονται απ’ το χιόνι, έτσι κι εμείς μείναμε μόνοι. Όταν κρυώνεις δε σε ζεσταίνει κανείς αναρωτιέσαι στη σιωπή σου αν αξίζει να ζεις, για ποια ηδονή κρυφή, για ποιο παραμύθι, για ποια Άνοιξη που από ανάγκη μένει στη λήθη. Και κάθε μέρα σου θες να ‘ναι σαν την πρώτη, ένα βαρύ ναρκωτικό που σε κρατάει δεσμώτη, ίσως ο κόσμος να είναι επανάληψη αιώνια, ζωή και θάνατος κι ανάποδα, περνάνε τα χρόνια. Ξέρεις το τέλος δειλή κι όμως φοβάσαι και σε έναν έρωτα αδιάφορο απαρνιέσαι να 'σαι, αυταπατάσαι και κολυμπάμε στο χάρτη πάνω σε νούφαρα ανοιχτά που δεν τα πιάνει μάτι, έτσι δεν ψάχνεις τα απλά και προσπερνάμε βουβά όλο το κλάμα μας που στάζει πάνω στη μοναξιά. Είναι κι οι δρόμοι γκρίζοι και περισσή η αγωνία που σφίγγει τα λόγια με μια θηλιά απελπισία, λες να ‘σαι μόνο εσύ με στεγνό το στόμα, μόνο εσύ που βλέπεις δρόμους γκρίζους ακόμα, θαρρώ πως όμορφες πάντα είναι οι διαδρομές που αντανακλούν εκεί τα αστέρια και ταιριάζουν ευχές, και ταιριάζουν ματιές τα χαράματα με θάματα, περνούν οι νυχτιές με αγκαλιές και τάματα, στ’ αντίο σε λυγίζουν σα βαθιές πληγές και τις θυμάσαι στο κρύο μα περπατάς μ’ αντοχές. Μείναμε μόνοι μα ήμασταν πάντα εμείς, εγώ κι εσύ, να μου φωνάζεις κοίτα να ονειρευτείς, μείναμε μόνοι μα ήμασταν πάντα εμείς, μαζί πριν από χρόνια δυο στάλες βροχής, και τώρα βήματα χώρια, τι ψάχνεις να βρεις, ποτέ δεν ήθελα να ξεχαστείς.. Όσα θάματα μας είδαν κατάματα χαράματα, γάματα, γιατί τα πάντα σβήσαν στο χιόνι. Όσες ματιές ανταλλάξαμε φωτιές, στιγμές, γάμα κι αυτές, έτσι κι εμείς μείναμε μόνοι. Όσα φαντάσματα μας κέρασαν κλάματα, γεράματα, γάματα, ο έρωτάς μας δε σε λυτρώνει. Κι όσες ευχές που γεμίζαν ψυχές, ντροπές, γάμα κι αυτές, έτσι κι εμείς μείναμε μόνοι. Να ‘τανε όλη η ζωή μία πανέμορφη ζάλη κι όποτε θέλεις να ξυπνάς, να δοκιμάζεις άλλη, ν ανατριχιάζεις, να ξαφνιάζεσαι, να τραγουδάς, το φως σαν έντομο ασταμάτητα να κυνηγάς, με τη γλυκιά του αυταπάτη πως είν’ η λάμψη ευτυχία αφού αν δεν λάμψει το ίδιο ίσως να ‘ρθεί η τιμωρία. Κι έχω λαθέψει κι εγώ αφού μες στον στεναγμό δεν ενώνονται χείλη κι ούτε που θέλω να βρω και λαθεύω ξανά που το μηδέν μ’ ενοχές πάντα θα θρέφω και σε μάτια πια δεν ψάχνω φωτιές, που καλοκαίρια προσπερνώ καθώς φύγαν δροσερά και όχι πάνω σε σάρκες ενωμένες καυτά. Λαθεύω που βυθίζομαι σε συναισθήματα στοργή, αγάπη, έρως και σκαρώνω ποιήματα, αφού ό,τι νιώθεις δεν έχει σημασία καμιά αν δεν κολλήσεις μια λέξη σιμά τους γλυκά, “αμοιβαία” κι η καρδιά πλέκει φτερά και ξεχνάς το γιατί ώσπου να είναι αργά, χωρίς καμιά λογική και πλησιάζει η σφαγή και γινόμαστε ξένοι μέσα σε μία στιγμή. Δε θέλω ν’ αγαπήσω, να ερωτευτώ, να σε μάθω ή από συνήθεια κοντά σου να ζω, θέλω να είσαι εσύ που τη ματιά σου τη θαμπή να κοιτάω πάντα με πόθο και ντροπή. Μείναμε μόνοι με υφάντρα τη μοίρα, να σπαράζω κάθε κρίμα, ν’ απαρνιέμαι ό,τι πήρα, μείναμε μόνοι με υφάντρα τη βόλεψή σου να τυλίγεσαι απ' τον πόνο κι απ' την ψυχή σου μα το παλεύεις, νικάς και τον έρωτα ξανά ζητάς, μα δε γαμιέται, κοίτα όμορφα να γερνάς.. Όσα θάματα μας είδαν κατάματα χαράματα, γάματα, γιατί τα πάντα σβήσαν στο χιόνι. Όσες ματιές ανταλλάξαμε φωτιές, στιγμές, γάμα κι αυτές, έτσι κι εμείς μείναμε μόνοι. Όσα φαντάσματα μας κέρασαν κλάματα, γεράματα, γάματα, ο έρωτάς μας δε σε λυτρώνει. Κι όσες ευχές που γεμίζαν ψυχές, ντροπές, γάμα κι αυτές, έτσι κι εμείς μείναμε μόνοι. Όσα ανάμματα μαλάματα, κράματα, στις καρδιές μας ράμματα, γάματα. Όσες τρελές σκιές σ’ όμορφες διαδρομές, πεθυμιές, αγκαλιές, γάμα κι αυτές. Σ’ όσα αστράμματα σταλάξαμε τάματα, ονειροδράματα, οράματα, γάματα. Κι όσες βραδιές ερωτικές, αναρχικές, ακρογιαλιές, δροσιές, γάμα κι αυτές, Γιατί τα πάντα σβήσαν στο χιόνι. Όσα θάματα μας είδαν κατάματα χαράματα, σταλάματα, γάματα, Όσες ματιές ανταλλάξαμε φωτιές, αστροφεγγιές, στιγμές, γάμα κι αυτές. Όσα φαντάσματα μας κέρασαν κλάματα, γεράματα, δράματα, γάματα. Κι όσες ευχές που γεμίζαν ψυχές, ντροπές, φωνές γλυκές γάμα κι αυτές, Έτσι κι εμείς μείναμε μόνοι.
2.
Σ' αυτή τη δόλια ώρα των αλλαγών, των συμφορών και τα ζόρια των καιρών, των παρανοϊκών αιμοδιψών, πολιτικών και των βλαβερών Ευρωπαϊκών χωρών, των Γερμανών, με σβησμένη τη συνθήκη των Βερσαλλιών, πλησιάζει λένε έτσι κι ο Αρμαγεδδών με τη δράση των ακτιβιστών, σε άκρες ποταμών, σύνορα θαλασσών και μονοπάτια βουνών, των αλαλαγμών, καθεστώτων ακυρωτικών, και των άπειρων αμελειών σωρηδόν μαζεύονται ανούσιοι και ψεύτες ξανά επαίτες και λεβέντες βεντέτες, κοινοί διαιρέτες κι αναγεννημένοι ρεμπέτες με νότες γραμμένες σε ρετσέτες. Με δέρματα στους ώμους και τσεκούρια στα χέρια εφευρέτες με μαδέρια για νεκροκέρια, βγάλαν τα τεφτέρια των δανειακών των συμβάσεων και το κόστος των αμοιβών, δίχως περιθώριο αναβολών και αναιδειών ήρθε στη χώρα μας το ιερατείο των θεσμών. Οργάνωσέ τα στο μυαλό σου και ξεκίνα, βάλτο σαν πρόγραμμα κάθε πρώτη του μήνα, άπλωσε γύρω τους βλασφήμιες και φωτιά, μήπως και ξαστερέψει ωραία κι απλά. Πάρε μαζί σου την ανέχεια, την υπομονή και με τις σκέψεις σου κάμωσέ τα στουπί, στείλτο πάνω στα κεφάλια των αρπαχτικών και αποτέλειωσε το ιερατείο των θεσμών. Σ' αυτά τα ύπουλα χρόνια των φαρμακερών αποικιοκρατών, των Μερκελικών φασιστών, των Ομπαμικών και τα καπρίτσια των Αγγλοσαξονικών ρωγμών, στην πόλη των Αθηνών νυχθημερόν μες στην πιάτσα των αγορών αποφεύγουνε τα χνώτα των αλλοδαπών, με το ύφος λερών τραγωδών ανθυγιεινών κεντροαριστερών και πρασινωπών κλεφτών. Άνευ ντροπών σε επιφυλακή, πουλούν τη ζωή, και το σύστημα τους στέλνει μακριά απ τη φυλακή, κυνηγοί καρεκλών, γνήσια τέκνα αρπαχτικών, αειθαλών τραπεζών και λαμογιών ραδιενεργών. Γι αυτό εσύ κάνε πρώτος την αρχή αφού οι άλλοι ακόμα ζούνε στο δικό τους κλουβί, αφού οι άλλοι χαμηλώσαν κεφάλι οι αριστεροί που δεξιοί μετατράπηκαν στη ζάλη γίνε ένα με το πνεύμα των ανταρτών των επαναστατών και των τρελών κόντρα στα ζόρια των καιρών αποτέλειωσε αποτέλειωσε το ιερατείο των θεσμών. Οργάνωσέ τα στο μυαλό σου και ξεκίνα, βάλτο σαν πρόγραμμα κάθε πρώτη του μήνα, άπλωσε γύρω τους βλασφήμιες και φωτιά, μήπως και ξαστερέψει ωραία κι απλά. Πάρε μαζί σου την ανέχεια, την υπομονή και με τις σκέψεις σου κάμωσέ τα στουπί, στείλτο πάνω στα κεφάλια των αρπαχτικών και αποτέλειωσε το ιερατείο των θεσμών. Σ’ αυτόν τον άμοιρο τόπο των ρεφορμιστών, των μεταρρυθμιστών και των δώδεκα σοφών, των αγυρτών..
3.
Σαν αγριοβότανο φυτρώνω σε άνυδρη γη, μέσα στ’ αγκάθια μου έχω κρύψει όλη μου την οργή, γυρτός με μια του ήλιου αχτίδα μήπως ραντίσει όλα τα φύλλα μου με λίγη ελπίδα. Σαν σιωπηλό προσευχητάρι μνημονεύω τις ευχές στον κατατρεγμό μου πάνω λαγιάζω με δροσιές, στο χειμώνιασμα μου αφήνω τα αρχικά σου στο χιόνι μήπως πιστέψω πως κι εμείς δεν μείναμε μόνοι. Σαν εκμανής παραδίδομαι στα τραγικά, συγκρούομαι με εκείνα που φυλάω στην καρδιά, με το πεπρωμένο και τον μισερό εαυτό μου, φυλακίζω σπάνια όνειρα στην κιβωτό μου. Σαν παρανοϊκός αποσώνω τα έρμα πάθη μου επανορθωτικός κι ημεροσμίγω με τα λάθη μου, μονοτονώ με τη ζωή μας κι αναζητώ το φανταστικό, το ρομαντικό, το ζηλευτό. Σαν ιδεαλιστής για του μυαλού μου τα καλούμενα, αδιάλλακτος με το παρόν ξορκίζω τα μελλούμενα, αλήτης ποιητής, θηρευτής των μοναδικών, των απαράμιλλων, βαστάζος των στιγμών. Φαντάσου να ‘ρθει μια μέρα που το μυαλό μου θα ησυχάσει, το όνειρό μου θα κλεφτεί με τα πρωινά μου, η φωνή μου λιγοστή θα ξεμείνει στη χάση και τότε εγώ πώς να σου γράψω; Φαντάσου η φλόγα μου στο χθες να θελήσει ν’ αράξει κι εγώ αν κι άσος της φωτιάς να μην μπορώ να την θεριέψω, η απουσία των τραγικών να μ’ έχει ρημάξει και τότε εγώ πώς να σου γράψω; Σαν συμπονετικός και μελαγχολικός, σκαρώνω όμορφες λέξεις κι αφηρημένα ευγενικός, θα γεράσω με τους στίχους μου και πριν με θάψω να μην ζήσω φορά που δεν μπορώ να σου γράψω. Σαν ερωτικός κι η μούσα μου στην αγκαλιά, μεθώ τις χαραυγές γιατί ήταν νύχτα γλυκιά, πριν φύγουνε τα χρόνια κι οι Κυριακές και ρθουν αργίες πένθιμες και αδειανές. Σαν θάλασσα συννεφιασμένη κι ανακριτική, αποκτώ εμμονή στη στεριά να ξεβραστεί, όλη η αλμύρα που χαριστικά με είχε γητεύσει, ανεμοράχι θα γίνω, ποιος θα με φυγαδεύσει; Σαν ανηρέμητος γυρεύω και δαυλιάζω, δεν ησυχάζω και τ’ αστέρια απ’ τον ουρανό χουφτιάζω, μα αγαλλιάζω μπροστά στη δική σου προσμονή ξαπλώνω κάτω απ’ της ματιάς σου την ανθοβροχή. Σαν καλωσόρισμα στην τρέλα μου στήνω γιορτή, τραγουδώ μια οκτάβα κάτω κι ας το πάμε μαζί, φαντάσου η φλόγα μου στο χθες να θελήσει ν’ αράξει κι εγώ αν κι άσος της φωτιάς να μην με ψάξει.. Φαντάσου να ‘ρθει μια μέρα που το μυαλό μου θα ησυχάσει, το όνειρό μου θα κλεφτεί με τα πρωινά μου, η φωνή μου λιγοστή θα ξεμείνει στη χάση και τότε εγώ πώς να σου γράψω; Φαντάσου η φλόγα μου στο χθες να θελήσει ν’ αράξει κι εγώ αν κι άσος της φωτιάς να μην μπορώ να την θεριέψω, η απουσία των τραγικών να μ’ έχει ρημάξει και τότε εγώ πώς να σου γράψω;
4.
Για όλους υπάρχει ένα τέλος παραμυθένιο, μια ζωγραφιά στο παιδικό τους κρεβάτι, ένα στιχάκι αθώο, με ρίμα, διαμαντένιο κι όνειρα όμορφα όταν δεν κλείνεις μάτι. Υπάρχει μία ανατολή που σε εξιτάρει για να υποδεχθείς άγνωστες μέρες, ένα αγέρι πρόθυμο μακριά να σε πάρει και μια νεράιδα που ξορκίζει φοβέρες. Υπάρχει νύχτα μεγάλη με στιγμές, ένα κερί που λόγια καρδιάς συντροφεύει, ένα σκιάχτρο ν’ ακούς για κάθε σου χθες, ένα μυαλό που για το μέλλον θα παλεύει. Για μένα υπάρχει εκεί έξω το ριζικό, μια μοίρα που χρόνια τη ζωή μου καθορίζει, μιαν αγάπη λες να υπάρχει σα φυλαχτό κι η ποίησή μου που τα πάντα μου χαρίζει. Για σένα υπάρχει ένα φεγγάρι σαν τ’ ουρανού στο προσκεφάλι σου να λάμπει κάθε βράδυ, μιαν αγάπη λες να υπάρχει στις γωνιές του στεναγμού και μια ανεμώνα να μοσχοβολάει σκοτάδι. Γι αυτό ψάξε μια φορά όλη την ομορφιά, μη λες πως δεν υπάρχει. Πιο δυνατά σφίξε τη γροθιά, σκόρπισε φωτιά μες στην ψυχή σου υπάρχει. Κι απόψε ρίξε μια αδραχτιά σ' αστρόφεγγη νυχτιά και προίκα σου ό,τι υπάρχει. Μια και καλή στα θυμητικά δώσε μια σπρωξιά για όλους κάτι υπάρχει.. Για όλους υπάρχει το μηδέν που απειρίζεται, ένας πατέρας και μια μάνα να νοιάζονται, ένα παλάτι που ακόμα κι από φτώχεια χτίζεται και τα δάκρυα που ενίοτε χρειάζονται. Υπάρχει η πρώτη σου ανάσα ως το τέλος κι η στερνή σου ανάσα μια στιγμή, για κάθε άποψη υπάρχει κι ένα σκέλος κι υπάρχει κι η περίπτωση να παρεξηγηθεί. Υπάρχει μια αμμουδιά κοχυλένια κι ένας βυθός καθαρός για βουτιές, υπάρχει, αυτό μην το ξεχνάς, μιαν ακτή διαμαντένια που στη ζωή σου τη φέρνεις όποτε θες. Για σένα υπάρχει ένα ταξίδι καθημερινό, ο χορός κι η δίψα να τα καταφέρεις, υπάρχουν δυο χαμόγελα για κάθε πρωινό κι η λύση ώστε ποτέ μην υποφέρεις. Για μένα υπάρχει η αύρα σου μες στην ψυχή μου, η φωνή σου στα αυτιά μου ψιθυρίζει, το πιο γλυκό «σ’ αγαπώ» είναι η δροσοπηγή μου και δεν υπάρχει κάτι που να μας χωρίζει. Γι αυτό ψάξε μια φορά όλη την ομορφιά, μη λες πως δεν υπάρχει. Πιο δυνατά σφίξε τη γροθιά, σκόρπισε φωτιά μες στην ψυχή σου υπάρχει. Κι απόψε ρίξε μια αδραχτιά σ' αστρόφεγγη νυχτιά και προίκα σου ό,τι υπάρχει. Μια και καλή στα θυμητικά δώσε μια σπρωξιά για όλους κάτι υπάρχει..
5.
Φίλιωσε μέσα στην καρδιά μου και γυρίζει σα σφαίρα ένα συναίσθημα που τίποτα δεν πάει παραπέρα, μία φοβέρα που αμπαρώνω, ανακυκλώνω από το σούρουπο ως το επόμενο πρωί και δε γλυτώνω. Κι αδρανώ, σε σένα όσα σκέφτομαι να πω, πριν αρθρώσω όσα νιώθω αμέσως οπισθοχωρώ, δειλιάζω, δως μου κουράγιο να σου τάζω όλα τα όμορφα στ’ ασκέρι μου να δεματιάζω, όλα τα όμορφα Αυτά που μάζευα καιρό, για να στα φτιάξω ουρανό, μαζί σου εκεί να σεργιανώ, χωρίς εσένα δεν μπορώ. Χωρίς εσένα, κυλάνε βράδια απεγνωσμένα κι ο εαυτός μου βαδίζει σε λουλούδια κομμένα, τσαλαπατημένα δίχως σπάνια αρώματα, ξεθωριασμένα από τη λύπη τους τα χρώματα. Κι ελαττώματα φαντάζομαι να επισημάνω σε μια στιγμή ό,τι γεννιέται να ψυχράνω, αναλαμβάνω ευθύνες και επιλογές και παντού αναζητώ τις δικές μας στιγμές. αναζητώ το άγγιγμά σου να πιαστώ, το βλέμμα σου να ξεχαστώ, τη γεύση σου να γλυκαθώ, χωρίς εσένα τι να βρω. Και ξέρεις ήρθαν αγκαλιές να με ζεσταίνουν τη νύχτα, χείλη απαλά να ψιθυρίζουν καληνύχτα, λόγια κι ανάσες σιμά στο μαξιλάρι μου, όχι σαν κι αυτά που εσύ αφιέρωνες για χάρη μου. Αντίκρισα ματιές να με κοιτάνε φλογερές, στο καταχείμωνο εμφανίστηκαν ακρογιαλιές κι αστέρια, σου λέω ζητιάνεψα αστέρια όπως αυτά που εσύ μου ταίριαζες στα χέρια όμως μια νύχτα, είπα πως μόνος μου θα ζω κι από τον κόσμο θα χαθώ, διαρκώς να ονειροπολώ χωρίς εσένα ν’ αγαπώ. Ταξίδεψα τις σκέψεις μου σ’ απόσκερα μέρη και σφράγισα τον έρωτα με βουλοκέρι, ώσπου τ’ αγέρι να μου χαράξει μονοπάτια για να διώξω όλες τις έγνοιες και τα κεσάτια. Μέσα στα μάτια στάλαξα το χαμόγελό σου, όπου και να ΄σαι να ‘μαι ο φύλακας ο άγγελός σου, να μην φοβάσαι τη σκοτεινιά και το χιονιά, τη μοναξιά και τίποτα να μην σε ξεγελά. μέσα στα μάτια ταίριαξα τις μικρές φωτιές, που αναβλύζαν οι αγκαλιές κι είπα πως μέχρι να σε δω χωρίς εσένα δεν κοιτώ. Χωρίς εσένα πώς να γίνω ποιητής, ξεκινώ να σου γράψω δυο στιχάκια σιωπής, ξεκινώ, σταματώ, ξεκινώ, άσπρο χαρτί και περάσαν οι μέρες και δεν φάνηκες κι εσύ. Εσύ που μου ‘μαθες να κάνω καθετί διαλεχτό, να κουρσεύω στη φωτιά μου και να νικώ, για το χρόνο που λυσσάει να αδιαφορώ και μαζί σου κάθε φόβο να ξεπερνώ γιατί μαζί σου έστω το λίγο εκτιμώ, και για τα πάντα προσπαθώ, τα εμπόδια να τα προσπερνώ κι αληθινά να αγαπώ. Και ξέρεις ήρθαν αγκαλιές να με ζεσταίνουν τη νύχτα, χείλη απαλά να ψιθυρίζουν καληνύχτα, λόγια κι ανάσες σιμά στο μαξιλάρι μου, όχι σαν κι αυτά που εσύ αφιέρωνες για χάρη μου. Αντίκρισα ματιές να με κοιτάνε φλογερές, στο καταχείμωνο εμφανίστηκαν ακρογιαλιές κι αστέρια, σου λέω ζητιάνεψα αστέρια όπως αυτά που εσύ μου ταίριαζες στα χέρια όμως μια νύχτα, είπα πως μόνος μου θα ζω κι από τον κόσμο θα χαθώ, διαρκώς να ονειροπολώ χωρίς εσένα ν’ αγαπώ.
6.
Χαρά μου είμαι εδώ στο ρυθμό, της μουσικής μου μια ανάσα κρατώ, για τη στιγμή την ύστατη ζω από τα μίση μου ν’ απαλλαγώ. Που μας γεμίζεις με λάμψη σκοτιάς στα μονοπάτια της ερημιάς, σε ροδάγκαθα δίπλα ακουμπάς μήπως πυρώσεις μια σπίθα φωτιάς. Στέκομαι εδώ με σκέψεις σωρό, με ανακούφιση βλέπω ουρανό, γυρίζω κάτω το βλέμμα, θαρρώ πως δεν γεννήθηκα για έναν σκοπό. Αμφισβητώ κι εσύ προσπερνάς τις λέξεις μου όλες, χαρά μου που πας, μνημονεύω χειμώνες, κολλάς και μάταιες αγκάλες σκορπάς. Φεύγω από ‘δω και μένεις εσύ, παραμένεις σε μια λογική, συμβιβάζεσαι μ’ όλη τη γη, παρηγοριέμαι, αν είναι θα ‘ρθει. Είσαι στ’ άδικο, στα φθονερά μέσα στα δάση, σε μία σπηλιά, έχεις ξεχάσει πως μοιάζει η καρδιά κι αδιαφορείς για τα «θέλω», τ’ απλά. Επιστρέφω ξανά μ’ ομορφιά, με ζωντάνια φυτεύω φιλιά από την άμμο να φτάσουν ψηλά μα ξεφεύγεις μακριά πιο γοργά. Πες μου χαρά μου αν κοιτάς προς τα μέρη αυτά της φωτιάς, χαρά μου γλυκιά ξεγελάς, τη νυχτιά μου σκορπάς σα φονιάς. Πες μου χαρά μου που πας, μάταιες αγκάλες σκορπάς, σε ποιους χειμώνες ξανά τριγυρνάς πριν έρθει κι αυτή η νυχτιά. Πες μου χαρά μου αν γελάς, στα ίδια βλέμματα πάλι αν πονάς, την ψυχή μου αν την ξεγελάς πριν φύγεις στην ξενιτιά. Μου χάρισες χαρά μου πόσα χρώματα, εικόνες, λουλούδια κι αρώματα και τώρα που πας, τα μαύρο χρώμα στην καρδιά μου κολλάς και φεύγεις στην ξενιτιά Στο τώρα χαρά μου σιωπάς, πέφτεις σε ανθούς κερασιάς, αποκοιμιέσαι και σιγομιλάς κι αστρόσκονη στις ρίζες σκορπάς. Παλεύω κι εγώ στο παρόν να γίνω ένα ανώτερο ον, γυρεύω τις αύρες ματιών να τις κλέψω απ’ το παρελθόν. Στο χθες αρνιέσαι και λιγοψυχάς, αυτός ο κόσμος δεν ήταν για μας, μ’ αγνοείς και μ’ αργύρια πουλάς τα συναισθήματά μου παρηγοριάς. Εγώ μες στα χείλη κρατώ το χαμόγελό σου, τα «σ’ αγαπώ» κι αναρωτιέμαι διαρκώς αν μπορώ να λησμονήσω τον δικό μας καιρό. Στο αύριο που θα ‘σαι ρωτώ, μιαν απάντηση απλά καρτερώ, ξημερώνομαι μα δε θωρώ στον καθρέφτη τον δικό μου εαυτό. Δε θ’ απλώσω κι εγώ τα φτερά, δεν θα ριζώσεις σε νου και καρδιά, δεν θα βαδίσω μ’ άλλη αγκαλιά κι εσύ τραβάς προς την ξενιτιά. Τι άλλο να τάξω κι εγώ, μου λείπεις μα δεν προσδοκώ, η απαντοχή μου πια στο μισό, σ’ ένα όνειρο θα σου κρυφτώ. Να δω αν θα ψάξεις κι εσύ, αν διστάσεις από τη ντροπή ή αν μ’ αγγίξεις πιο δυνατή, αν κοιμηθούμε απόψε μαζί. Πες μου χαρά μου που πας, μάταιες αγκάλες σκορπάς, σε ποιους χειμώνες ξανά τριγυρνάς πριν έρθει κι αυτή η νυχτιά. Πες μου χαρά μου αν γελάς, στα ίδια βλέμματα πάλι αν πονάς, την ψυχή μου αν την ξεγελάς πριν φύγεις στην ξενιτιά. Χαρά μου χάρισέ μου κι άλλα χρώματα, εικόνες, λουλούδια κι αρώματα και πες μου αν γελάς, το μαύρο χρώμα απ’ την καρδιά μου αν πετάς πριν φύγεις στην ξενιτιά.
7.
Για ένα λόγο γαμημένο ξεψυχούμε, στην καθημερινότητα τάφους ανοίγουμε, μέσα πέφτουμε χωρίς τίποτα να πούμε και τις ζωές μας στο χώμα πνίγουμε. Για ένα λόγο γαμημένο η αγάπη προκαλεί τις καρδιές μας έντονα για άλλους να χτυπάνε και τα μάτια θαμπά και στα λόγια σιωπή κι έτσι ποτέ οι έρωτες δε φτουράνε. Για ένα λόγο γαμημένο το γιατί δεν παίρνει απάντηση από χείλη ποτέ κι όταν κατάματα σε κοιτάζει η ζωή είσαι απών γι’ ακόμη μια φορά Θεέ. Για ένα λόγο γαμημένο η νυχτιά αναμνήσεις σου χαρίζει να γερνάς κι όταν δεν σβήνει ούτε λίγο η φωτιά θέλω πάντα να ΄σαι εκεί να μου γελάς. Για ένα λόγο γαμημένο η γενιά μας αδειάζει όλες τις σκέψεις σε πλατείες, σε χέρια άλλων παρατά τα όνειρά μας κι έτσι γεμίζει όλος ο τόπος αδικίες. Για ένα λόγο γαμημένο σου φωνάζω, απ’ την ψυχή σου ξεδίπλωσε την ομορφιά, το έχω ανάγκη απ’ τη σκοτιά να μην τρομάζω και ν’ ανταμώνω τα πιο ωραία πρωινά. Για ένα λόγο γαμημένο κι εγώ στίχους αφήνω να κομπλάρουνε το χρόνο για όλα εκείνα που αγαπούσα κι αγαπώ, για όλα εκείνα που εκτέλεσαν τον πόνο. Για ένα λόγο γαμημένο φυλακίζω στις στιγμές μου το άρωμα απ’ το γιασεμί, έτσι θαρρώ ότι συνέχεια ξορκίζω τη μοναξιά μου όταν μου λείπεις εσύ. Για ένα λόγο γαμημένο το λεχθέν στριφογυρίζει και νοθεύει τη θωριά μας, τα ναι στριμώχνονται στα όχι και τα δεν και γίνεται πιο άνετη η φθορά μας. Για ένα λόγο γαμημένο παραμύθια και ήρωες κόμιξ και βιβλίων μας γελούν κι αν πλησιάσαμε στη μέση της ζωής μας αλήθεια η παιδικότητα και τα νιάτα μας διψούν. Για ένα λόγο γαμημένο είμαι τρελός, ακατέργαστος, ανέγγιχτος και γνήσιος, ταξιδευτής, ονειρευτής και γελαστός κι η ώρα μου σαν έρθει ας φύγω ίσιος. Για ένα λόγο γαμημένο είσαι εδώ να με ανέχεσαι με τις παραξενιές μου, να μ’ αγαπάς με έναν τρόπο μοναδικό και να ξεφεύγω απ’ όλες τις λιγοψυχιές μου. Για ένα λόγο γαμημένο η πρώτη ανάσα φέρνει ευτυχία σε όσους χαζεμένα σε κοιτούν κι όταν ο θάνατος γερή σου κάνει πάσα δάκρυα απ’ όλους κροκοδείλια ξεπηδούν. Για ένα λόγο γαμημένο προκαλώ τα ασυνείδητα να κλείσουνε το μάτι και χίλια αυθόρμητα αισθήματα καλώ για να νιώθω ευτυχία στο δικό μου παλάτι. Για ένα λόγο γαμημένο κι εγώ στίχους αφήνω να κομπλάρουνε το χρόνο για όλα εκείνα που αγαπούσα κι αγαπώ, για όλα εκείνα που εκτέλεσαν τον πόνο. Για ένα λόγο γαμημένο φυλακίζω στις στιγμές μου το άρωμα απ’ το γιασεμί, έτσι θαρρώ ότι συνέχεια ξορκίζω τη μοναξιά μου όταν μου λείπεις εσύ.
8.
Πες μου πολλά είναι κι αυτή η βραδιά η πιο πανούργα, ξελογιάστρα, ξωτικιά, με γλυκαίνει όταν απλώνεται για τα καλά όμως μετά μου δίνει μια και φεύγει μακριά. Πες μου πολλά χρόνε ξεχασμένε σ’ έψαξα λίγο στην καρδιά μου χαμένε, σε βρήκα λίγο, σε ρώτησα σιγά, σ’ άφησα λίγο κι έφυγες πια. Πες μου πολλά έρωτά μου τρελέ έκανες τόσα για μένα κουτέ, την σκοτεινιά μου γέμιζες φως κι έφυγες, πας, περνάει ο καιρός. Πες μου πολλά τραγούδι μου γνωστό, τραγούδι φτιαγμένο από βροχή και πηλό που οι στίχοι σου βγήκαν βαθιά απ’ την ψυχή ρημάδι μου έμεινες σ’ άλλη εποχή. Πες μου πολλά είναι κι αυτή η βραδιά καλοκαιριάτικη μπόρα, γλυκιά, μες στο σκοτάδι με ντύνει με όνειρα ξανά όμως γυρίζω, δίνω μια και φεύγω μακριά. Πιάσε το χέρι μου και πες μου πολλά για να δεις μπορώ ν’ ακούσω και για τα παλιά, πες μου πολλά είναι κι αυτή η βραδιά η πιο πανούργα, η πιο μαγεύτρα, ξωτικιά. Πες μου πολλά σαν την πρώτη που σ’ είδα φορά με τα λόγια που αφήνει η καρδιά μα κι αυτή πάντα κάτι ξεχνά. Πες μου πολλά με μαγεύει κι αυτή η βραδιά σε ουρανούς μας θυμάμαι αγκαλιά έλα απόψε και πες μου πολλά. Πες μου πολλά για τα χαμένα όνειρά μου μπορώ ν’ ακούσω κι αυτά που ποθεί η καρδιά μου, πες μου πολλά, πες μου για αγάπη ξανά, πιάσε το χέρι μου, είναι ζεστό όπως παλιά. Θύμισέ μου τις σκέψεις που έστηνε το μυαλό μου, τα όνειρα που είχα για χρόνια φυλαχτό μου, θύμισέ μου όσα έζησα κι αν κλάψω μετά μη σταματάς, έχω αλλάξει, έλα και πες μου πολλά, ξανά, σαν την πρώτη φορά όπως τότε που χανόμουν σε μια σου ματιά θύμισέ μου αυτόν τον στίχο και ψιθύρισέ τον δυνατά, πιο δυνατά τραγούδησέ τον: “Το όνειρο σαν ψάξεις ξέρεις που να το βρεις, πριν αρχίσεις το μύθο να με θυμηθείς, μες στη φαντασία μια λάμψη υγρή, στο κέντρο φανερή η διαμαντένια ακτή”, γιατί ήταν εκεί πριν από κάθε μου βήμα, απ’ την ανάσα την πρώτη μου έκανε ρίμα, ήταν εδώ, ήταν παντού, στη φαντασία του νου, πες μου πολλά είναι μαγεία τρελού. Θύμισέ μου το δρόμο να φύγω κρυφά, χάρισέ μου και μια σου δροσερή αγκαλιά, πες μου πολλά για τότε που ήμουν ταγμένος στο όνειρο, από μικρός μυημένος. Πες μου πολλά και πάμε ως τ’ αστέρια παραμύθια να σου λέω απ’ τα μεσημέρια, άσε στα μάτια μου μπροστά αυτά που χρόνια τώρα πήρα κι άσε όλα τ’ άλλα να τα φέρει η μοίρα, όσα αντάμωσε μια αγάπη στα δικά μου ταξίδια και τις στιγμές που αναλωνόταν στα ίδια, σ’ έναν παράδεισο που έμεινε έρημος τώρα πια πήγαινε ρώτα την καρδιά σου πολλά. Πες μου πολλά σαν την πρώτη που σ’ είδα φορά με τα λόγια που αφήνει η καρδιά μα κι αυτή πάντα κάτι ξεχνά. Πες μου πολλά με μαγεύει κι αυτή η βραδιά σε ουρανούς μας θυμάμαι αγκαλιά έλα απόψε και πες μου πολλά.
9.
Θάψε το απόλυτο, κάψε το ευκολογύρευτο και τ’ ασυμβίβαστο ψάξε, το ανοικοκύρευτο γράψε στις σκέψεις σου κι όλα τ’ ανώριμα θήρεψε, στιγμές αφάνταστες κράτα κι όπου βαδίσεις πονήρεψε. Πάρε στα χέρια σου τις φλόγες και ν’ αντέχεις να τις σκορπάς κι εκεί ακόμα που δεν το έχεις, είναι ασυγχώρητοι όσοι δειλιάζουν, όσοι τρομάζουν κι όσοι το ουρανοθέμελο σου τάζουν, είναι λιγόψυχοι κι αυτοί που μιλάνε πολύ χωρίς ουσία και γαμάνε την όποια στιγμή. Και είμαστε αυτό που είμαστε για να αλλάξουμε αυτό που κάνουμε όμως στο τέλος αδερφέ μου τα χάνουμε, το συλλαμβάνουμε αλλά τίποτα πια δεν κάνουμε. Ρε άλλαξέ το, γράψ’ το στ’ αρχίδια σου, μάζεψε τώρα από τις στάχτες τ’ αποκαΐδια σου και πάμε με αγκαλιές όλη τη χώρα γυρνάμε, τα εμπόδια και τ’ αγκάθια τα ξεπερνάμε, σε μιαν απόχη μάζεψε τα όνειρά σου, για τη γενιά σου μαλάκα κάν’ το, για τα παιδιά σου. Είμαστε απλά μια κουκίδα που στο χάρτη δεν είδα, είμαστε αυτοί που γεννηθήκαν ξανά απ’ την ελπίδα; Είμαστε μια αριστερά, κέντρο, μετά δεξιά είμαστε όλης της γης τα μυαλά; Είμαστε μια ιστορία, μια λέξη δημοκρατία; Είμαστε όλον το χρόνο ξάπλα σε μια παραλία; Είμαστε αυτό που γίναμε με μία ματιά; Αυτό που είμαστε πάμε να πούμε δυνατά.. Είμαστε στίχοι, μουσική και αλητεία Μεγάλη είμαστε αγκαλιά σε μια πορεία. Ξανακαρφώσαμε τ’ αστέρια σε κάθε νυχτιά Εμείς είμαστε ρε η πιο μεγάλη φωτιά. Είμαστε πολιορκημένοι όχι όμως ηττημένοι νικητές είμαστε, λεύτεροι και ενωμένοι. Κι η ματιά μας μοιάζει τόσο στον ουρανό δε λυγίζουμε μαλάκες, θυμηθείτε το αυτό. Και είμαστε αυτό που κάνουμε για να αλλάξουμε αυτό που είμαστε, μάλλον εδώ λωλαθήκαμε εντελώς και φέρνει ασχήμιες συνεχώς ο καιρός. Tagαριστήκαμε σε μέρη που είχαν κάποτε υποφέρει από φτώχεια, μοναξιά και δεξιών το χέρι. Σχολιάζουμε τα πάντα μα ρούπι δεν κουνιόμαστε δυο λεξούλες φτάνουν yolo, κώλο και γαμιόμαστε. Πετρωμένοι και ανίκανοι πεθαίνουμε, κι αλαργινά κοιτάμε και σωπαίνουμε, έναν σωτήρα βρίσκουμε κάθε τόσο και το παιδί μου και το εγγόνι μου γι αυτόν θα αποβλακώσω. Μαλάκες είμαστε που ακούμε ότι μας πούνε, είμαστε αυτοί που τώρα λέμε να γαμηθούνε. Και ό,τι ήμασταν πετάμε μες στα σκουπίδια μας, με αξιοπρέπεια θα ζούμε και τ’ άλλα στα αρχίδια μας. Φώτισέ με αγιοκέρι μου απ’ το φως σου να χαρώ, από των δέντρων τον ίσκιο να αναπνέω να γεννηθώ κι αν βολευτώ κάτω απ’ της πένας μου τη ρωμιοσύνη ρίξε μου φίλε μια στον κρόταφο και ό,τι γίνει. Έχω γκρεμίσει όλα τα τείχη, τους φράχτες, τα κεμέρια, άφραγκος κι ελεύθερος θα φέρω καλοκαίρια, με τα δυο μου τα χέρια και ρομαντική καρδιά αγωνίζομαι να φέρω σε όλα κόντρα ξαστεριά. Είμαστε απλά μια κουκίδα που στο χάρτη δεν είδα, είμαστε αυτοί που γεννηθήκαν ξανά απ’ την ελπίδα; Είμαστε μια αριστερά, κέντρο, μετά δεξιά είμαστε όλης της γης τα μυαλά; Είμαστε μια ιστορία, μια λέξη δημοκρατία; Είμαστε όλον το χρόνο ξάπλα σε μια παραλία; Είμαστε αυτό που γίναμε με μία ματιά; Αυτό που είμαστε πάμε να πούμε δυνατά.. Είμαστε στίχοι, μουσική και αλητεία Μεγάλη είμαστε αγκαλιά σε μια πορεία. Ξανακαρφώσαμε τ’ αστέρια σε κάθε νυχτιά Εμείς είμαστε ρε η πιο μεγάλη φωτιά. Είμαστε πολιορκημένοι όχι όμως ηττημένοι νικητές είμαστε, λεύτεροι και ενωμένοι. Κι η ματιά μας μοιάζει τόσο στον ουρανό δε λυγίζουμε μαλάκες, θυμηθείτε το αυτό. Και αν τώρα κάποιοι ξεχαστήκαν με το πρωτοβρόχι εγώ έχω ακόμα στην ψυχή μου εκείνο το όχι, τα βήματά μου και τις λέξεις μου θα σημαδεύει και την οργή μου για αυτούς θα θεριεύει.
10.
Σε μια πόλη που τα όνειρα μπαίνουν στη σειρά και δε χρειάζεται ποτέ να σκεφτείς προσεκτικά. Σε μια σκέψη που κάνεις μοναχός ο δρόμος για να φτάσεις δεν είναι μακρινός. Με την πρώτη ηλιαχτίδα που ο ήλιος θα μας στείλει σε λίγα λεπτά θα φτάσεις στη πύλη. Κι όταν περάσεις να κάνεις μια ευχή κι απ’ τη θέα αν απορήσεις μη ρωτήσεις γιατί. Και το στολίδι της φαντάζει λαμπερό, μες στου νου τη φαντασία αληθινό. Μη ξεχάσεις να το δεις γιατί είναι κρίμα και μη φοβηθείς δε σηκώνει κύμα. Μη χάνεις καιρό γύρνα πιο ‘κει, στο κέντρο φανερή η διαμαντένια ακτή. Αυτός ήταν ο πρόλογος και τώρα εγώ αρχίζω για να βρω την ακτή από ‘δω και ‘κει γυρίζω. Στο ψηλότερο μέρος ανεβαίνω με κόπο και χωρίς ταλαιπωρία σαν να βρήκα τον τρόπο πιο κοντά σου να έρθω λίγο να σ’ ακουμπήσω κι απ’ την πολλή ομορφιά σου ας είναι να μεθύσω. Κι άφησέ με σου λέω εκεί κοντά σου να μείνω στην άκρη σου να βάλω το γαλάζιο κρίνο. Και πιο δίπλα, μη ξεπλέξεις το μύθο και στα διαμάντια που έχεις μη βάλεις άλλο λίθο. Φοβέρες και φουρτούνες μη βιαστείς να σηκώσεις, με τ’ όνειρό σου ποτέ ραντεβού να μη δώσεις, αν είναι να έρθει θα ‘ρθει μοναχό του κι αν ποτέ θα χαθεί μη λυπηθείς το χαμό του γιατί πάντα η ελπίδα πεθαίνει τελευταία αλλά η μοναξιά παραμένει ακμαία. Μες στο νου μου ακτή μη πάθεις κακό κι αν ακόμα εγώ δε μπορώ να σε δω κι αν μια μέρα κατά λάθος σε αρνηθώ τότε τη πύλη σου ποτέ μη διαβώ. Της σκέψης ζωντάνια, του ονείρου ψυχή, της φαντασίας φλόγα, του μύθου αρχή, γεμάτη διαμάντια με λάμψη παντού μοιάζεις με κομμάτι του μπλε ουρανού, σαν ένα αστέρι με διάχυτο φως που με ιδιαίτερη φροντίδα έφτιαξε ο Θεός, με στυλ μιας θεάς, πολύ πολυτέλεια και πάντα στο κέντρο γεμάτη ονειροτέλεια. Και όταν φωνάξω στο κέντρο ζει μόνο θα εννοώ τη διαμαντένια ακτή. Το όνειρο σαν ψάξεις ξέρεις που να το βρεις πριν αρχίσεις το μύθο να με θυμηθείς, μες στη φαντασία μια λάμψη υγρή, στο κέντρο φανερή η διαμαντένια ακτή. Μη φοβάσαι το χρόνο που γρήγορα κυλά εγώ κοντά σου θα ‘μαι σε κάθε νυχτιά. Κι αν μόνη ξυπνήσεις μη μ’ αφήσεις μονάχο όταν φύγεις μετά δεν ξέρω τι θα ‘χω. Μπορεί ένα φόβο ή μια ντροπή, θα έρθω και θα μείνω μαζί σου ακτή. Μαζί να δούμε ψηλά τ’ αστέρια τ’ ουρανού κι ας μας βάλουν ό,τι θέλουν μέσα στο νου, ίσως ένα όνειρο ή μόνο μια σκέψη ή ένα ψέμα καλό στο χρόνο ν’ αντέξει και ποτέ μη διακρίνει τη νύχτα με τη μέρα ν’ ανασάνει κι αυτό της φύσης αέρα. Με την τύχη κοντά μου για μία στιγμή γιατί ποτέ δε μου μίλησε σ’ όλη τη ζωή. Και πάντα μαζί διαμαντένια ακτή στου ονείρου την κρυφή, την υπόγεια πηγή. Κι αν έστω στερέψει από κοντά μου σε χάσω αν άλλος σε πάρει εγώ θα κάνω πάσο. Ως τότε όμως μπορεί το όνειρο να ψάξω και για να ‘ρθει κοντά μου τ’ αστέρια θα του τάξω και το μύθο θ’ αρχίσω σαν λάμψη υγρή, πάντα στο πλευρό μου διαμαντένια ακτή. Το όνειρο σαν ψάξεις ξέρεις που να το βρεις πριν αρχίσεις το μύθο να με θυμηθείς, μες στη φαντασία μια λάμψη υγρή, πάντα στο πλευρό μου διαμαντένια ακτή.

about

Το πρώτο προσωπικό album του Firace των Depended On Dream (D.O.D.) με τίτλο "Μείναμε Μόνοι"..

Για παραγγελίες του cd επικοινωνήστε στο firacedod@gmail.com

credits

released December 29, 2015

license

all rights reserved

tags

about

FIRACE Greece

contact / help

Contact FIRACE

Streaming and
Download help

Report this album or account

If you like FIRACE, you may also like: