We’ve updated our Terms of Use to reflect our new entity name and address. You can review the changes here.
We’ve updated our Terms of Use. You can review the changes here.

Σ' έ​ν​α α​ν​η​φ​ό​ρ​ι ξ​ε​ρ​ό

by Firace

/
  • Streaming + Download

    Includes unlimited streaming via the free Bandcamp app, plus high-quality download in MP3, FLAC and more.
    Purchasable with gift card

      €9.99 EUR  or more

     

1.
Έριξα τ’ άστρα πανωφόρι για να ‘ρθώ να σε βρω, σ’ αυτό το έρημο ανηφόρι είμαι εδώ και καιρό και δεν περνάει έν’ αγέρι τον καημό μου να πω και δεν περνάει ένας άνθρωπος ελπίδες να δανειστώ. Τις νύχτες κέντησα στο κορμί μου φυλαχτό, μάζεψα όσα σου είχα γράψει μετά το χωρισμό, τ’ ανηφόρι σου λέω ήρθε η ώρα ν’ ανεβώ και στα ξεράγκαθα ν’ αφήσω όσα σου είπα σ’ αγαπώ. Βάζω πάνω στα χείλη μια γεύση ουρανό, εδώ θαρρώ ότι απόκαμα με τον καιρό, βήμα βήμα σταθερά και ξεκινώ ν’ ανεβώ το πιο δροσάτο της ζωής μου πρωινό. Είβαλα είβαλα ωωωωωώ σ’ ένα ανηφόρι ξερό, με τη νυχτιά φυλαχτό, έσπειρα τα σ’ αγαπώ. Είβαλα είβαλα ωωωωωώ μετά από χρόνια θα ‘ρθώ κι αν έχουν φυτρώσει ανθό ίσως ξαναερωτευτώ. Σκοτούρες έβρεξαν τα σύννεφα στο χώμα αυτό κι όμως βρήκα κουράγιο τ’ ανηφόρι ν’ ανεβώ τι κι αν οι ψίθυροί σου ήταν σε κάθε μου βήμα, τι κι αν πέταγα κάθε λεπτό από ένα μου ποίημα. Απ’ τις πανσέληνους το φως είχα σκορπίσει, το μονοπάτι να αντικρίζω και μετά τη δύση, τι κι αν στα δειλινά εκείνα τα μωβ σε είχα τάξει προσμένω ένα πρωί τώρα δροσάτο να χαράξει. Βάζω πάνω στα μάτια το άγγιγμα απ’ τη μοίρα θα έχω προίκα βαριά απ’ όσα είδα και πήρα και σπέρνω στα ξεράγκαθα όλα τα σ’ αγαπώ κι εσύ γλυκιά μου ανάμνηση να πας στο καλό. Είβαλα είβαλα ωωωωωώ σ’ ένα ανηφόρι ξερό, με τη νυχτιά φυλαχτό, έσπειρα τα σ’ αγαπώ. Είβαλα είβαλα ωωωωωώ μετά από χρόνια θα ‘ρθώ κι αν έχουν φυτρώσει ανθό ίσως ξαναερωτευτώ. Στ’ ανηφόρι αυτό παρασύρθηκα κι εγώ, εδώ και χρόνια έψαχνα τρόπο να το ανεβώ, στην ημεράδα μου βολεύτηκα τι κι αν σε ερωτεύτηκα, τα πόδια μου βαθιά μέσα στο χώμα ανέχτηκα. Ξοδεύτηκα απ’ τις θύμησες, τα λόγια σου δεντρί μου και πάνω σε παράδοξα τιθάσευσα τη λογική μου. Η απευχή μου συντροφιά μου κι ούτε πονηρεύτηκα, παιδεύτηκα, μπερδεύτηκα όμως το ξανασκέφτηκα. Έσπειρα αμέσως στον ξερότοπο τα σ’ αγαπώ, αν φυτρώσουν ανθό υποσχέθηκα θα ξαναρθώ. Φεύγω από ‘δω, την καρδιά ξεγελώ, χαμογελώ, κοιτώ ψηλά, τις αναμνήσεις πετώ. Θα ‘χεις ακούσει είναι το χούι μου να καίγομαι, να περιφέρομαι, μες στη φωτιά να φλέγομαι, να αντιστέκομαι, να ενδιαφέρομαι, ν’ ανέχομαι, όλα τα βήματα, στη λάσπη να μαίνομαι και να κεντάω κάθε νύχτα στο κορμί μου φυλαχτό είτε σ’ αγαπώ, είτε σε μισώ. ~ ~ ~ Στ’ ανηφόρι αυτό παρασύρθηκες καιρό, δεν ξέχασες ακόμα κι ανέχτηκες το χώμα. Με αναμνήσεις γέμισες, τη λογική πολέμησες. Συντροφιά η απευχή μα ούτε μία ευχή. Έτσι σκόρπισες τα σ’ αγαπώ κι αν φυτρώσουν ανθό, με τη νύχτα φυλαχτό θα ξανάρθεις εδώ. Κι ας καίγεσαι, κι ας περιφέρεσαι, θα αντιστέκεσαι, θα ενδιαφέρεσαι και στο τέλος θα χαίρεσαι, μακριά απ’ το ανηφόρι αυτό, είτε σ’ αγαπώ, είτε σε μισώ.~ ~ ~ Είβαλα είβαλα ωωωωωώ σ΄αφήνω να πας στο καλό..
2.
Περίεργη νύχτα μα έντυσα τ’ άστρα με φως μα εσύ ζωή μου ξανά δε μου μιλάς, γεννήθηκα του αέρα και της νύχτας ο γιος και σε στίχους από τότε με σκορπάς. Λιγόστεψα μέσα απ τα δευτερόλεπτα και γέρασα πιο ανόητος με ελπίδα, τα συναισθήματα μου γίναν ολιγόλεπτα αφού δεν έβρισκα στα βάθια σου σανίδα. Χαρίστηκα κ πείστηκα, τίποτα δε λιμπίστηκα με το hip hop εθίστηκα και μέσα του βυθίστηκα, ορκίστηκα, σφραγίστηκα, απ’ άλλους δε φωτίστηκα, ποτέ δεν περιορίστηκα και στη φωτιά βαπτίστηκα. Κανέναν δεν κοιτάω και δεν παρακαλάω, στίχους και ρίμες στα μούτρα τους πετάω, τη μαγεία της ζωής ακόμα κρατάω κι όλα τα όμορφα μες στην καρδιά φυλάω. Μέσα στ’ αγκάθια μου έχω κρύψει όλη μου την οργή, να δω τώρα ψυχή μου που αλλού θα με πας, με βάφτισες και χάρηκα για μια φορά στερνή, ο άσσος, ο άσσος της φωτιάς. Περίεργη νύχτα μα έντυσα τ’ άστρα με φως, μα εσύ δε μου μιλάς. Λιγόστεψα ζωή μου και περνάει ο καιρός, να δω που θα με πας. Μέριασα τ’ άσχημα, μου μείναν όμως μερικά γιατί, σε στίχους με σκορπάς. Με βάφτισες και χάρηκα για μια φορά στερνή, ο άσσος της φωτιάς. Τυλίχτηκα στις φλόγες, κρύφτηκα σ’ ανθοφόρες τις ώρες που η ψυχή μου τυραννιόταν από μπόρες, κερδοφόρες όσες διάβηκα ανηφόρες, φωνές μες στο μυαλό μου απ’ το χθες θανατηφόρες. Χρονοβόρες, μα έλα μου που κοχλάζω, σαν ανηρέμητος γυρεύω και δαυλιάζω, ξεμουδιάζω μια στιγμή και μετά σε πλησιάζω, δεν ησυχάζω και τ’ αστέρια χουφτιάζω. Είπα να δίνω την ψυχή μου σε ό,τι κι αν κάνω γιατί αν μου το γαμήσουν στο τέλος θα κοιτάζω όλους αυτούς στα μάτια και θα απολαμβάνω να λέω τα κατάφερα μέσα σας να σταλάζω και να σας λιγοστεύω, τη φωτιά να θεριεύω, να θρασεύω στα καμώματα, στίχους να σας φιλεύω, γαληνεύω, ξεμπερδεύω έτσι το αύριο συντομεύω, αλητεύω με τον τρόπο μου και σας μπερδεύω. Μόνον τρελός, μόνον ποιητής, έτσι διαλέγω να αισθάνομαι, να ανασαίνω, να κατακτώ όλα τα όμορφα σαν πορθητής και στο άγνωστο με φόρα να πηγαίνω. Περίεργη νύχτα μα έντυσα τ’ άστρα με φως, μα εσύ δε μου μιλάς. Λιγόστεψα ζωή μου και περνάει ο καιρός, να δω που θα με πας. Μέριασα τ’ άσχημα, μου μείναν όμως μερικά γιατί, σε στίχους με σκορπάς. Με βάφτισες και χάρηκα για μια φορά στερνή, ο άσσος της φωτιάς.
3.
Στ’ απάγκιο τ’ ουρανού χτίσαν δυο τείχη και σ’ ένα κάστρο κατοικεί η ψυχή σου μα έχω βρει τον τρόπο να ‘ρχονται εκεί όλοι μου οι στίχοι, ν’ αγαλλιάζεις απ’ το βράδυ ως το πρωί σου. Έχω γητέψει δυο σύννεφα να κουβαλάνε όλες τις έγνοιες μου μακριά για να ηρεμώ, να μην δακρύζεις κι εσύ αν εδώ κάτω μας φοράνε την ασχήμια αυτού του κόσμου γιατί προχωρώ. Απ’ την "κρυμμένη ευτυχία" και τη "δίψα για ζωή", τα πρώτα μου τραγούδια διάβαζες ευλαβικά, χαμογελούσες κι όταν ράπαρα τη διαμαντένια ακτή, στον αέρα ήσουν εκεί να με κοιτάς από ψηλά. Στ’ απάγκιο τ’ ουρανού σου τραγουδάνε βράδια αξημέρωτα αγγελούδια του νοτιά κι όλα τ’ αστέρια παραδίπλα σου πάνε μιας κι απ’ του κόσμου αυτού ξέφυγες τη μοναξιά. Στα παιδικά μου όνειρα σε έχω τάξει να καρτερείς κι εσύ να γράφω πολλά, να ψιθυρίζεις πως όλα θα είναι εντάξει και τίποτα να μην με αποσπά. Μου ήρθε μια σκέψη δειλά να σε ανταμώσω ψηλά, μας στοίχειωσε η μοναξιά κι άρχισαν παραμιλητά. Μα μου έγνεψες μες στη σκοτιά να μείνω εδώ να γράφω πολλά, τίποτα να μην με αποσπά και μου ‘στειλες την ομορφιά. Πώς απ’ την μνήμη μας να φύγεις μακριά, πώς να σου δείξω πως εδώ ό,τι τελειώνει, τελειώνει και πως ο άνθρωπος ακόμα να βρει την ανθρωπιά πώς να σου πω για το «μείναμε μόνοι»; Τα καλοκαίρια πλέον πως θα καρτερώ αφού η Άνοιξη σε έκλεψε ένα Μάη, με κρύες νύχτες ξέρεις έμαθα να ζω τον ουρανό κοιτώντας να φεγγοβολάει. Κι ήρθαν αγκάλες ψεύτικες, μεγάλες και φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, μα απ’ τα πάντα βρίσκαν τρόπο ν’ αναπνέουν οι κουφάλες, τον κόσμο να γεμίζουν διαρκώς με αυταπάτη. Μα τότε μου ‘γνεψες μέσα στη σκοτιά να γράφω ό,τι κρύβω στα βάθη της ψυχής μου, στο χθες ν’ αφήνω όλα τα παραμιλητά στ’ απάγκιο σου να φτάνουν τα ωραία της ζωής μου. Έτσι κι εσύ στα ακροουράνια θα γλυκοτραγουδάς για να μη βλέπω αξαστέρωτη κι αφέγγαρη νυχτιά, στη θύμησή σου τον καιρό θα ξεγελάς μαζί να σβήνουμε τη μοναξιά. Μου ήρθε μια σκέψη δειλά να σε ανταμώσω ψηλά, μας στοίχειωσε η μοναξιά κι άρχισαν παραμιλητά. Μα μου έγνεψες μες στη σκοτιά να μείνω εδώ να γράφω πολλά, τίποτα να μην με αποσπά και μου ‘στειλες την ομορφιά.
4.
Αιχμάλωτος για χρόνια από αναμνήσεις, από χαράματα και σούρουπα μοναδικά, τώρα τ’ αγκάθια τους ‘μείναν για ν’ αντικρίσεις όλο το πέρασμα από εκείνη την ψευτιά. Φυλακισμένος απ’ τη νύχτα κι ανάμεσα σε δύο μαξιλάρια να ανασαίνεις πάρε το όπλο σου και ρίξε μια σφαίρα άμεσα στις αναμνήσεις αφού σ’ είδα να σωπαίνεις. Πυροβόλησε τις αναμνήσεις, μόνο έτσι μπορείς να προχωρήσεις, τη μαγεία των ονείρων να κρατάς, σε δειλινά να τη σιγοτραγουδάς. Πυροβόλησε τις αναμνήσεις, στήσ’ τους καρτέρι κάτω απ’ ολόγιομο φεγγάρι κι άμα σε πλησιάσουν μην τους μιλήσεις, κατευθείαν στην καρδιά ρίξε σαν παλικάρι. Γιατί οι αναμνήσεις τριγύρω μας πετούν, πουλιά κυνηγημένα από τα πάθη, σε ξοδεύουν και ψευτογελούν διαρκώς για τα ίδια λάθη. Αναμνήσεις που πληθαίνουν όσο γερνάς, αναμνήσεις που στην πλάτη σου πάντα κουβαλάς Αναμνήσεις που διαφέρουν από νύχτα σε μέρα, που φεύγουνε Παρασκευή και έρχονται Δευτέρα. Πυροβόλησε τις αναμνήσεις, για να ερωτευτείς, για ν’ αγαπήσεις πυροβόλησέ τες, θάψ’ τες στο χώμα όσο οι αγγέλοι σου εδώ κάτω ραπάρουν ακόμα. Πυροβόλησε τις αναμνήσεις, ξετρύπωσέ τες όλες με δολώματα, να σε αγγίξουν μην τις αφήσεις, ρίξε τις σφαίρες να σκορπίσεις τ’ αρώματα. Shoot the memories, just shoot them all, I am keeping all the reveries To sing to a nightfall. Shoot the memories, just shoot them all, there is no place for treacheries, and I will never fall. Από σχέση σε σχέση από φιλί σε φιλί από αγκάλη σε αγκάλη, από ευχή σε ευχή, από όρκο σε όρκο, από ματιά σε ματιά από δάκρυ σε δάκρυ, ως τη στερνή τη γουλιά, τις κλείδωσα ένα σούρουπο στο πιο ψηλό συρτάρι μα ήρθε η θύμησή σου κι απόψε να τις πάρει. τις ξόρκισα, τους έβαλα ένα πέπλο νεραϊδένιο, τις έντυσα στα μαύρα για καθετί χαμένο, τις πότισα όλη νύχτα να πιούνε να μεθύσουν, να ξεχαστούν και στίχους μου να τραγουδήσουν. Τις πέταξα στο δρόμο μα βρήκαν μονοπάτι να ανέβουν, να τρυπώσουν σε κάθε μου γινάτι Τις πήρα από το χέρι στην ακροθαλασσιά, γιατί κολλάν στον άνθρωπο τις ρώτησα αυστηρά, γιατί ωριμάζουν και σαπίζουν απ’ του νου μας το τσαμπί, κι όταν καλύπτεται το φως ξετρυπώνουν γιατί; Κάθε γιαγιά έχει μια ανάμνηση σε μια βελονιά, κάθε παππούς στου προσώπου του την περασιά, κάθε γονιός σε μια του πράξη στου παιδιού του τη ματιά, κάθε αγόρι όταν κλωτσάει μακριά μια μπαλιά. Κάθε κορίτσι στα ριζώματα βαθιά στην καρδιά κι ο ποιητής σ’ ένα στιχάκι που χαρίζει σε χαρτιά μα όταν βλέπεις τον καθένα απ’ αυτούς να γελά τις αναμνήσεις θα χουν πνίξει εκεί στην ακροθαλασσιά. Shoot the memories, just shoot them all, I am keeping all the reveries To sing to a nightfall. Shoot the memories, just shoot them all, there is no place for treacheries, and I will never fall. Shoot now the memories man, there‘s any time for fun. Shoot now the memories, breathe, this is your life underneath. You should be ready, be dready and come, just take a bottle of rum, sink there the memories ace and fire… to make brighter this place.
5.
“Οι άνθρωποι μερικές φορές μιλάνε για θηριώδη κακία αλλά αυτό είναι μεγάλη αδικία για τα θηρία. Ένα θηρίο δεν μπορεί ποτέ να είναι τόσο κακό όσο ο άνθρωπος, τόσο επιδέξια κακό.” Άνθρωπος αυτό το ιδιαίτερο είδος, ξεχωριστό κι ανώτερο απ’ τις άλλες ανθρωπίδες καμάρι γυρτό της κάθε πατρίδος, κι αβδηρίτης όταν βγάζει ρυτίδες. Άνθρωπος που σκοτώνει ανθρώπους και καταστρέφει τη γη που πάνω κατοικεί, επιζητεί την εξουσία διακαώς κατά τόπους κι η συνείδηση τον κάνει όλα να τα φθονεί. Έτσι κι εγώ φαρμάκι πότισα τα εσώψυχά μου κι έχτισα κόσμους παντού για να διοικώ, τροφή μου όλα τα όντα για τα σωθικά μου και δεν βρίσκω ακόμα κάτι για να ντραπώ. Εχθρός μου θα ‘πρεπε να ναι ο εαυτός μου μα πίστεψα στα λόγια ηγετών και τρελών, το φως μου ξάφνου το ‘κρυψα μπρος μου κι έγινα έρμαιο Θεών και θρησκειών. Μες στην ψυχή μου το χθες για το αύριο θρήνησε κι ορκίστηκα μεμιάς υπέρ των ηδονών μα ο κόσμος χωρίς τον άνθρωπο ξεκίνησε και θα τελειώσει φυσικά χωρίς αυτόν. Φαρμάκι πότισα τα εσώψυχά μου κι ήρθε ο καιρός να μιλήσω και ν’ απλώσω σκοτάδι στο φως, έτσι γεννήθηκα εδώ επιδέξια κακός, γεννήθηκα άνθρωπος. Λύγισε η σκέψη μου, αρματώθηκα σωστός κυνηγός, ποτέ δεν μ’ ένοιαξε αν δακρύζει για μέρες ο ουρανός, ορκίστηκα στα λάθη μου επιδέξια κακός, γεννήθηκα άνθρωπος. Άνθρωπος, τ’ όνειρο μιας μέτριας σκιάς μιας καταχνιάς και μιας αιώνιας παρηγοριάς, λειψό στην τελειότητα της πονηριάς επιδέξια κακό ίδιας κοψιάς. Άνθρωπος, σαν παγώνι ανοίγει φτερά και θαρρεί πως συγκεντρώνει όλη την ομορφιά μα το παγώνι ζει στο χώμα, δεν μπορεί να πετά και κάπου εκεί η νοημοσύνη του σταματά. Μια υπέρμετρη επίδειξη, σε όλα να μαι πρώτος μαγάρισα περίτεχνα όλα τα βήματά μου, φωτιά σε πόσες χώρες και βόμβες και σκότος σκόρπισα γιατί δεν μου φτάναν τα λεφτά μου. Αρνήθηκα κι εγώ τον προορισμό μου και ήθελα να γίνω όσα σιχαίνομαι στους γύρω μου, λαχτάρησα το απαγορευμένο για δικό μου κι έγινα ακόμα ένα σφαχτάρι για τον κλήρο μου. Λύγισε η σκέψη μου και έχασα την ανθρωπιά μου κι αρματώθηκα σωστός κυνηγός, μια ευχή κάνω στερνή να ‘ρθω στα συγκαλά μου να πάψω εδώ να είμαι επιδέξια κακός. Φαρμάκι πότισα τα εσώψυχά μου κι ήρθε ο καιρός να μιλήσω και ν’ απλώσω σκοτάδι στο φως, έτσι γεννήθηκα εδώ επιδέξια κακός, γεννήθηκα άνθρωπος. Λύγισε η σκέψη μου, αρματώθηκα σωστός κυνηγός, ποτέ δεν μ’ ένοιαξε αν δακρύζει για μέρες ο ουρανός, ορκίστηκα στα λάθη μου επιδέξια κακός, γεννήθηκα άνθρωπος.
6.
Τι να πει η ζωή σ’ όσους δε βρήκαν στεριά και βγήκαν απέναντι σε τόσα θεριά. Μ’ όσους γεράσαν και άντεξαν πάμε μαζί, τι κι αν ο χρόνος έκανε τη δικιά του στραβή. Στην κενότητα της καθημερινότητας, καμιά υποκρισία, θιασώτες εντιμότητας. Γι αυτούς τους ανθρώπους πώς μπορείς να ντραπείς, τι μπορείς να σκεφτείς, για δυσκολίες τι να τους πεις. Περάσαν θάλασσες και στέκονται ακόμα καμαρωτοί, τι να τους πει κι η ζωή. Μπήκαν μπροστά στον αγώνα οι δυνατοί κι έγινε μόνο η αρχή. Μπρος στα σκοτάδια παραμείνανε γελαστοί, τι να τους πει κι η ζωή. Κι άμα την άκρη ακόμα δεν έχεις βρει, ψάξε τ’ αστέρια στη γη. Κι εσύ είσαι από αυτούς, τολμηρός και τρελός, στων επικριτών τη ρωγμή αιρετικός, μου ‘παν να σε λέω πειρατή, να σε λέω ονειροπόλο και ιδεαλιστή, άκουσα πως καημοί ριζώσαν στην καρδιά σου μα πάντα πεντακάθαρο το βλέμμα είν’ στη θωριά σου, στο πέρασμά σου σε φωνάζουν μαχητή, για μένα είσαι άνθρωπος κι αυτό μόνο αρκεί. Αρκούσε μία στιγμή, (μια θάλασσά, μια βροχή), ένα του Ιούδα φιλί (μια αγκαλιά αγκαθωτή) ν’ αντρέψουν οι στεναγμοί (σε κάθε μια διαδρομή) και βγήκαν πιο δυνατοί (κι έγινε μόνο η αρχή). Τους ντύσανε οι καημοί (δε βάλαν μάσκα και στολή) με μια του πόνου αφορμή (έστειλε ο πόνος φυγή), περίσσιοι ξεριζωμοί (από δω κι από κει), τι να τους πει κι η ζωή (τι να τους πει ρε κι η ζωή). Κάθε σκοτάδι μια ευχή και στέκουν καμαρωτοί, ψάχνουν τ’ αστέρια στη γη, τι να τους πει κι η ζωή (τι να τους πει κι η ζωή). Ίσως αρκούσε μια στιγμή για να βγουν πιο δυνατοί και τη φιλία τους να βάλουν απ’ όλα στην κορφή, στο μπαλαούρο έκρυψαν τα όνειρα κρυφά και σε κατάρτια θεριεύει η φωτιά. Λένε κανείς τους πως δε γύρισε από τέτοιο ταξίδι, με σεβασμό ακούσαν όσα γνωρίζαν ήδη, λένε ποτέ τους δεν μπήκαν σε καρνάγια ρημάδια, με μαγκιά στο πρόσωπό τους κρατήσαν τα σημάδια. Γι αυτούς όλες οι νύχτες αντρεύουνε το βήμα, τους είδαν να γλιστρούν πάνω σε κάθε κύμα, έγνοιες μυριάδες στις ψυχές τους αναθρέψαν, μόνοι πορεύτηκαν και λεύτεροι επιστρέψαν. Εσένα σ’ ανταμώσαν να ξορκίζεις τους τυφώνες, ρεσάλτο επιχειρούσες σ’ ανυπότακτους χειμώνες, να συγχωρείς ανθρώπους κι έρωτες στη στιγμή σαν αυτούς που δεν βρίσκει τι να πει κι η ζωή. Αρκούσε μία στιγμή, (μια θάλασσά, μια βροχή), ένα του Ιούδα φιλί (μια αγκαλιά αγκαθωτή) ν’ αντρέψουν οι στεναγμοί (σε κάθε μια διαδρομή) και βγήκαν πιο δυνατοί (κι έγινε μόνο η αρχή). Τους ντύσανε οι καημοί (δε βάλαν μάσκα και στολή) με μια του πόνου αφορμή (έστειλε ο πόνος φυγή), περίσσιοι ξεριζωμοί (από δω κι από κει), τι να τους πει κι η ζωή (τι να τους πει ρε κι η ζωή). Κάθε σκοτάδι μια ευχή και στέκουν καμαρωτοί, ψάχνουν τ’ αστέρια στη γη, τι να τους πει κι η ζωή (τι να τους πει κι η ζωή).
7.
Ξεχάστηκα στη σκοτεινιά αν και φτερούγιζα συχνά, γεράκι μες στην ομορφιά με μαραμένη όμως καρδιά. Μαραμένα γιασεμιά σ’ αυτή την πόλη, λες να ΄ρθε η μέρα εκείνη και ΄φύγαν όλοι; Μαραμένες καρδιές σε παγωμένες αυλές, κρεμασμένες να στεγνώσουν υποσχέσεις κι ευχές. Καλημέρα που ν’ ακούσω, που να βρω, μ’ αδειάσαν πάλι τα όνειρά μου αυτόν τον τόπο να δω, σκοτάδι είχε όταν ξάπλωσα να ταξιδέψω, σκοτάδι βλέπω κάθε αυγή, τι να διαλέξω; Ο κόσμος πάντως της νύχτας τι κι αν κρύβει παραμύθια, την αλήθεια φανερώνει και με διώχνει απ’ τη συνήθεια, όλα τ’ απάγκια μου εκεί πλάθω όπως θέλω εγώ κάθε βράδυ αλλιώς κι ονειροπολώ. Στο βάθος φως έχει ακόμα και η πόλη αυτή και φέρνει ωραίες θύμησες από άλλη εποχή, τους πρώτους στίχους που μ’ έκανε να γράψω και συνεχίζω κι έχω φτερά να πετάξω. Εδώ ανάσανα και μίλησα, περπάτησα και έμαθα, σεργιάνισα, μελέτησα, σκέφτηκα και ξέμαθα, τραγούδησα και έφυγα, έζησα και άλλαξα, αγάπησα και όλα στην καρδιά μου τα στάλαξα, πάντα έκανα όνειρα κι εκεί ταγμένος, γαντζωμένος απ’ τα σπάνια και γι’ άλλα χρεωμένος, ευγνώμων για τον τόπο που με άγιαζε με μύρο πικραμένος που μαράθηκαν οι σκέψεις τριγύρω. Τώρα ξυπνώ κι η ανάσα μου στα χείλη παγώνει, απ’ το παράθυρό μου βλέπω την πόλη στο χιόνι, μαραμένες καρδιές σε βεράντες κι αυλές, κρεμασμένες να στεγνώσουν όλες τους οι στιγμές. Από παιδί σου φωνάζω ξύπνα και δες.. Για δες, σ’ αυτόν τον τόπο πως χάσαμε ευχές και στέγνωσαν οι στιγμές. Για δες, κρεμασμένες τριγύρω μας σ’ αυλές, μαραμένες καρδιές. Όσοι απ’ τον τόπο αυτόν φτερουγίσαν σα γεράκια και φύγαν έχουν στα μάτια τους βαθιά τη σκοτεινιά κι όπου πήγαν ανταμωθήκαν σε ξεροτόπια και βαλτόνερα αφού συνήθισαν χρυσάφι να βγάζουν απ’ τ’ απόνερα, αφού έμαθαν σιωπή να τάζουν στους γκεβεζέδες κι απ’ την ψυχή τους να ξεπλένουν θρασίμια, λεκέδες, αφού ξετρύπωναν δειλούς με θηλιές απ’ τα γκερίζια κι αντίκρυ στη μιζέρια στήνανε μετερίζια. Όσοι απ’ τον τόπο αυτό φτερουγίζαν σα γεράκια συχνά περήφανοι κι αγέρωχοι εξωτερικά, δεν βρήκαν ούτε εκείνοι την ομορφιά, εδώ που οι χειμώνες μαραίναν την καρδιά. Κι εγώ νομάς και ξένος και ταξιδιώτης, οδηγός μου στο φτερούγισμα ο Απηλιώτης, είπα να δώσω στην καρδιά μου το ξανέμισμά της μ’ αυτή αντίκριζε αυλές παγωμένες, το χαβά της και επέστρεφα και έφευγα και πάλι γύριζα μήπως αλλάξω αυτόν τον τόπο, να τον συγύριζα, απέτυχα όμως έμαθα την Άνοιξη να φέρνω σε μένα κι ίσως κι εσύ να μην τα βλέπεις έτσι όλα μαραμένα. Παντού ηχούν οι παιδικές μας φωνές.. Για δες, σ’ αυτόν τον τόπο πως χάσαμε ευχές και στέγνωσαν οι στιγμές. Για δες, κρεμασμένες τριγύρω μας σ’ αυλές, μαραμένες καρδιές.
8.
Στης Ικαρίας τ’ ανεμοτάφια άδειασα της ζωής μου την ασάφεια, λόγια ξυράφια οι ανέμοι στείλαν κι οι φοβισμένοι άνθρωποι στάμνες παραγγείλαν. Μέσα τους κλείσαν να μην ξεφύγουν, έτσι νομίζαν το κακό πως θ’ αποφύγουν όπως κι εγώ τα όμορφά μου τα χρυσάφια παντοτινά τα σφράγισα στ’ ανεμοτάφια. Στης Ικαρίας τα χωριά, στις πλαγιές εκείνες, ανατολικά βάλθηκαν οι άνθρωποι να θάψουν τα δεινά και να κοιμίσουν τους ανέμους, στη Νικαριά. Σε τύμβους από χώμα, με ατσάχους μια χεριά στεκόντουσαν σιμά με μια στάμνα στα πλευρά ανοιγμένη μπροστά να παγιδέψουν τον αγέρα, και ύστερα τη βύθιζαν στη γη πριν έρθει η μέρα. Στα Νέγια, Μονοκάμπι και Καταφύγι παίρναν οι χωριανοί τόσους ανέμους στο κυνήγι, των έρμων τη σοδειά ξέρανε μόνο να αλωνίζουν ίσως έτσι κι οι νεκροί παύαν να ψιθυρίζουν. Αυτή η παράδοση αφορίστηκε απ’ την εκκλησία μα με το πέρασμα των χρόνων δε ξεχάστηκε η ιστορία κι αναβιώνουν τ’ ανεμοτάφια σφαλίζουμε όλοι εκεί της ζωής μας την ασάφεια. Στης Ικαρίας τ’ ανεμοτάφια αγάπες, σκέψεις, έρωτες και χρυσάφια σφραγίζονται σαν άνεμοι στις στάμνες μέσα κι αφήνω κάτι εγώ κι εκεί, έγια μόλα έγια λέσα. Σε γύρεψα στον Εύδηλο, παντού στο λιμάνι, πάνω στις Ράχες, στο Χριστό, εκεί όπου μάτι δε φτάνει, στον Κάμπο, στον Αρμενιστή και κάτω στον Να, στο Καρκινάγρι έγραφα στίχους κάθε βραδιά, πήγα στο φάρο, Άγιο Κήρυκο , στα Θέρμα στα λουτρά, οι Σευχέλλες είχαν κάτι απ’ τη δική σου ομορφιά, στο Πέζι και στις Καστανιές, δίπλα στο φράγμα να σ’ ανταμώσω κάπου εκεί κι ας ήτανε θαύμα. Στις Βρακάδες σκαρφάλωσα τη θέα να δω, στον Κουντουμά για σένα χτύπησα αρχαίο καμπαναριό. Σε Γιαλισκάρι, Καραβόσταμο και Μεσακτή κάθε άνεμος θεριεύει τη δική μου ψυχή. Στ’ ανεμοτάφια έτσι ρίζωσα για χίλιες και μια μέρες, να διώξω εκεί προσπάθησα κατάρες και φοβέρες, σε μια στάμνα αιχμαλώτισα έναν άνεμο γνωστό και τ’ όνομά σου ψέλλισα ως τον Αυγερινό. Και έθαψα τη στάμνα στο έδαφος βαθιά, να ξορκίσω τα χρυσάφια που ‘χα μέσα στην καρδιά κι έφυγα μήπως ξέχναγα τη Νικαριά, στ’ ανεμοτάφια η θύμησή σου όμως με γυρνά. Στης Ικαρίας τ’ ανεμοτάφια άδειασα της ζωής μου την ασάφεια, λόγια ξυράφια οι ανέμοι στείλαν κι οι φοβισμένοι άνθρωποι στάμνες παραγγείλαν. Μέσα τους κλείσαν να μην ξεφύγουν, έτσι νομίζαν το κακό πως θ’ αποφύγουν όπως κι εγώ τα όμορφά μου τα χρυσάφια παντοτινά τα σφράγισα στ’ ανεμοτάφια.
9.
Λίγα τα λόγια, μέσα σε υπόγεια, περνάνε, ζητάνε, μαραίνονται κλώνια, καρδιές λυγισμένες, αλλού χρεωμένες, με δάκρυα στα μάτια, στιγμές μαραμένες. Άδικα χρόνια, καμμία συμπόνοια πρωινά πεταμένα μέσα στα βαγόνια. Βιος σε χαρτόκουτα, σε μία κουβέρτα, κλειδώνονται οι λέξεις μέσα σε λουκέτα, προτάσσω το χέρι, ψυχές τριγυρίζουν, σ’ ακορντεόν το αύριο κουρδίζουν. απ’ άκρη σε άκρη, από στοά σε στοά επαιτώ για λίγα ευρώ την παιδική μου μιλιά, επαιτώ την παιδικότητα που πήγε μακριά, τα πρώτα λόγια που μετάνιωσα όταν είπα μαμά, όταν είπα μπαμπά, πίστεψα πως αληθινά με τα όνειρά μου θα πετούσα μια μέρα ψηλά. ~ ~ Τα παιδιά δεν είναι δικά σας παιδιά. Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της ζωής για τον εαυτό της. Έρχονται στον κόσμο μέσα από σας αλλά δεν προέρχονται από εσάς και παρότι είναι μαζί σας δεν ανήκουν σε σας. Μπορείτε να τους δώσετε την αγάπη σας, όχι όμως τις σκέψεις σας. Γιατί έχουν τις δικές τους σκέψεις. Ακούτε ρε; Γιατί έχουν τις δικές τους σκέψεις.~ ~ Πιάσε με απ’ το χέρι και πάμε ξανά να βρούμε εν’ αστέρι απόψε μαμά. Άλλο ένα καλοκαίρι χωρίς αγκαλιά, στη ζωή μου μαχαίρι τα χρόνια αυτά. Πιάσε με απ’ το χέρι και πάμε μαζί να βρούμε εν’ αστέρι για κάθε παιδί. Θέλω να ντύσω ομορφιά την καρδιά, θέλω να ζήσω, κουράστηκα μαμά. Σε πιάνω απ’ το χέρι να βρούμε εν’ αστέρι μα εσύ με τραβάς σε άπειρα μέρη κι είν’ ακόμα μεσημέρι κι έχω δρόμο πολύ, θα με βαστάξουν τα πόδια ως τη νύχτα αυτή; Τώρα καίει κι η γη, σκουραίνει ο ουρανός το δρόμο έχεις κρύψει για μένα στο φως, σκυφτοί διαβαίνουν όλοι, που να βρω αραξοβόλι στην πόλη αυτή είναι ίδιοι ζοφεροί και φεγγοβόλοι απαξιωτική ματιά και ψεύτικες λύπες σιωπηλά γαμώτο δήθεν για τα λόγια που μου είπες. Πες μου ένα παραμύθι σαν τ’ άλλα παιδιά επαιτώ τώρα πια να ονειρευτώ ξανά, επαιτώ μιαν αγκαλιά ποτέ δεν είναι αργά να νιώσω ότι και μένα κάποιος μ αγαπά. Πάρε με σου λέω από εδώ μακριά, γιατί ο χρόνος λυσσά, κουράστηκα μαμά. ~ ~ Τα παιδιά δεν είναι δικά σας παιδιά. Γιατί έχουν τις δικές τους σκέψεις. Μπορείτε να στεγάσετε το σώμα τους, όχι όμως την ψυχή τους. Γιατί η ψυχή τους ζει στο σπίτι του αύριο που εσείς δεν μπορείτε να το επισκεφτείτε ούτε καν στα όνειρά σας. Μπορείτε να πασχίσετε να τους μοιάσετε, μην προσπαθείτε όμως να τα κάνετε να σας μοιάσουν. Γιατί η ζωή δεν πηγαίνει πίσω ούτε μένει στο χτες. ~ ~ Πιάσε με απ’ το χέρι και πάμε ξανά να βρούμε εν’ αστέρι απόψε μαμά. Άλλο ένα καλοκαίρι χωρίς αγκαλιά, στη ζωή μου μαχαίρι τα χρόνια αυτά. Πιάσε με απ’ το χέρι και πάμε μαζί να βρούμε εν’ αστέρι για κάθε παιδί. Θέλω να ντύσω ομορφιά την καρδιά, θέλω να ζήσω, κουράστηκα μαμά.
10.
Σε ανθρώπους με λάθη απ τη γέννα υπάρχει μια αρένα μεγάλη που μίσος γεμίζει, Χρόνια οργισμένα, αιματοβαμμένα να ντύνουν με θλίψη τις πράξεις κι ανθίζει Στο βιο μας τ αγκάθι, και ποιος να μας μάθει, σχολειά κολλημένα κι ευχές για κανένα Τα όνειρα σβήσαν, καρδιές παραλύσαν κι οι ιδέες μπουχτίσαν στα μυαλά τα ληγμένα Εχθροί και κοπάδια που ξέρουν ξεράδια, αποβλακωμένα, που παν τα σφαγάδια; Βράδια, σκοτάδια νομοθετημένα, βαθιά νυχτωμένα, απ το φως μπαφιασμένα Τι μένει να ορίσω, να σ ακολουθήσω, να βρίσω, να ζήσω, καρτέρι να στήσω ; Ίσως σ αγνοήσω, ίσως σε νικήσω, ίσως σ αδικήσω, δε θα σταματήσω Δε θα προσπαθήσω να κατανοήσω όσα έκανες κι είπες, θα σε ξευτελίσω Το αύριο μαλάκα δε θα στο χαρίσω, τους κόμπους θα λύσω, απ΄ τη γη θα σε σβήσω, Κι αν λίγο σ αφήσω, ξανά θα γυρίσω για να σε τσακίσω, δε θα κολλήσω τους αγώνες μου σε όσους πεθάναν θα ορκίσω κι αν θες να σιωπήσω δεν κάνω πίσω.. Ποτέ δεν κάνω πίσω (x3), ρουφιάνε το αύριο δε θα στο χαρίσω. Ποτέ δεν κάνω πίσω (x3), φωτιά στον ντουνιά ξανά θα σκορπίσω. Ποτέ δεν κάνω πίσω (x3), με θες σιωπηλό μα δε θα σιωπήσω. Ποτέ δεν κάνω πίσω (x3), όλους τους φταίχτες θα τους γαμήσω Γεμίζουμε πλάνη από κάθε τζιμάνι, ρουφιάνοι και χάνοι, λειψοί πολισμάνοι ποιος ρίχνει, ποιος χάνει, ποιος γίνεται αλάνι, παλιό καραβάνι, στο ίδιο καζάνι, κρεμόμαστε όλοι από ένα φουστάνι, κλειδώνουμε αισθήματα, μυρίζει πλεκτάνη, ποιος θα μας γλυκάνει, τι θα μας ζεστάνει, υπάρχει εκεί έξω κάποιος να λαμβάνει, μ ακούει κανείς η ξέμεινα πάλι; όσοι λεύτεροι ζήσαν μάλλον έχουν πεθάνει μα θέλω μια χάρη, πριν μας στρέψουν την κάνη, φώναξε απόψε ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΡΟΥΦΙΑΝΟΙ πιο δυνατά, μιλάνε κι οι σκάρτοι, συγχωροχάρτι κανένα και φτάνει φώναξε απόψε μες απ' την καρδιά σου προτού στα όνειρά σου βάλουν στεφάνι ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΡΟΥΦΙΑΝΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΡΟΥΦΙΑΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΣΜΑΝΟΙ ΦΑΣΙΣΤΕΣ, ΛΑΜΟΓΙΑ, ΜΠΟΥΧΤΙΣΑΜΕ ΛΟΓΙΑ, ΓΥΡΝΑΜΕ ΑΠΟΨΕ ΠΙΣΩ ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ, ΚΑΙ ΔΕΝ ΚΑΝΩ ΠΙΣΩ, ΔΕ ΘΑ ΛΗΣΜΟΝΗΣΩ, ΘΑ ΤΟΥΣ ΞΕΦΤΙΛΙΣΩ, ΟΛΟΥΣ ΘΑ ΤΟΥΣ ΦΤΥΣΩ, ΔΕ ΘΑ ΓΟΝΑΤΙΣΩ, ΚΑΡΤΕΡΙ ΘΑ ΣΤΗΣΩ, ΘΑ ΑΠΛΩΣΩ ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟΥΣ ΓΑΜΗΣΩ. Ποτέ δεν κάνω πίσω (x3), ρουφιάνε το αύριο δε θα στο χαρίσω. Ποτέ δεν κάνω πίσω (x3), φωτιά στον ντουνιά ξανά θα σκορπίσω. Ποτέ δεν κάνω πίσω (x3), με θες σιωπηλό μα δε θα σιωπήσω. Ποτέ δεν κάνω πίσω (x3), όλους τους φταίχτες θα τους γαμήσω Ποτέ δεν κάνω πίσω (x3), έτσι μπορεί να με αγαπήσω. Ποτέ δεν κάνω πίσω (x3), με σένα αδερφέ μου ίσως να νικήσω. Ποτέ δεν κάνω πίσω (x3), κανέναν από δαύτους δε θα συγχωρήσω. Ποτέ δεν κάνω πίσω (x3), εσύ μην ξεχνάς και θα ηρεμήσω .
11.
Έγινα απαρνησιά και ονείρων γιατρειά. Μέσα στη λιγοψυχιά θάρρος και λευτεριά. Έρωτας στα κρυφά, μια ματιά σου γουλιά γουλιά στην καρδιά τη ριζώνω σαν εσένα καμιά. ~Φωτιά ~ ρίχνω τώρα στο χιονιά, των Κυκλάδων αγριελιά, να φυτρώσει στα ξερά κάνω τον ήλιο μια χεριά. Για τη μεγάλη σου αφεντιά γίνομαι Άνοιξης νυχτιά, και αγέρι του νοτιά το κλειδώνω στα κρυφά, σε αυτή τη γειτονιά θα χει πάντα ξαστεριά και Αυγούστου ανεμελιά στη δική σου αγκαλιά. Έγινα Άνοιξης νυχτιά, αγέρι του νοτιά. Καλοκαιρινά φιλιά μέσα στη χειμωνιά. Στη δική σου αγκαλιά Αυγούστου ανεμελιά. Του Γενάρη η γητειά και ξωτικιά ομορφιά. Έγινα παρασκιά σε απάγκια κρητικά, στου Ιονίου τα νερά μακροβούτι και χαρά. Μπρος σε κάθε αλυγισιά η μιλιά σου σταλαξιά, και στα καθημερινά από κοντά πιστολιά. Φθινοπώρου αμυγδαλιά του Σεπτέμβρη η φυλλωσιά ικανή παρηγοριά στων ανθρώπων τα καρφιά. Κάνω τ αστέρια μια βεργιά απ' του ουρανού τη μεριά σε σένα έρχομαι σιμά απ' τη Σαμοθράκη ως τα Χανιά. Δροσοσταλιά κι αντιφεγγιά στην αγάπη σου φωλιά Του Γενάρη η γητειά μας ένωσε παντοτινά.. Έγινα Άνοιξης νυχτιά, αγέρι του νοτιά. Καλοκαιρινά φιλιά μέσα στη χειμωνιά. Στη δική σου αγκαλιά Αυγούστου ανεμελιά. Του Γενάρη η γητειά και ξωτικιά ομορφιά.
12.
Ξέρω ν’ αρχίζω το τραγούδι μου πριν έρθει η αυγή γιατί ποτέ δεν περιμένω τι θα φέρει, παίζει κιθάρα η νύχτα κι αλάθευτη εκεί πρώτη στο πρόσωπο τ’ αγέρι μου προσφέρει. Βαδίζω πάντα σε δρόμους που ποτέ μου δεν είδα, που κανείς δεν μου μίλησε για εκείνους, αφήνω λοιπόν στο πέρασμά μου σφραγίδα και κλειδωμένη έχω στα βάθια μου την όψη του κτήνους. Στο σκοτάδι παλεύω με τις σκέψεις μου για ώρες απ’ τη ζωή μου τίποτα δεν τους χαρίζω, σύννεφα αρπάζω και μ΄ αυτά ταξιδεύω σε χώρες που σε χάρτες δεν θέλω να ορίζω. Στίχους αφήνω στο χαρτί προτού ξαπλώσω, στίχους θα γράφω το ξέρω και πριν κάνω στην πάντα, είναι οι σκέψεις μου, οι ανάσες μου και όσα γλιτώσω λίγο καιρό μετά απ’ τα πρώτα μου τα «άντα». Τα όνειρά μου θα ‘χω πάνω στο κορμί μου χαραγμένα, ζωγραφισμένα με βελόνα, χώμα κι αέρα, τη μιζέρια μου την έχω ξεγελάσει με χένα που κάποιες μέρες τη βλέπω και μετά κάνει πέρα. Θ’ αρχίζω το τραγούδι μου πριν έρθει η αυγή γιατί ποτέ δεν περιμένω τι θα φέρει, θα παίζει η νύχτα κιθάρα κι αλάθευτη εκεί πρώτη στο πρόσωπο το φως θα μου προσφέρει. Παίζει η κιθάρα για έναν τρελό, το θελα ψυχή μου εδώ και καιρό να σου πω, να σου πω. Άπλωσε τριγύρω μόνο φωτιά, για τα όνειρά μας φώναξε δυνατά, λευτεριά, λευτεριά. Γάμα ό,τι σε θλίβει, γέλα ξανά, γάμα τους μαλάκες, ψάξε τ’ απλά, τ’ αστρικά, μια αγκαλιά Απ’ την αρχή μάθε με να αγαπώ πριν ο κόσμος γίνει στάχτη εδώ, να σωθώ, να σωθώ. Ξέρω ν’ αρχίζω το τραγούδι μου απ’ την πρώτη στιγμή, να φέρνω φως πριν την αυγή, απ’ την πρώτη γραμμή παίζει κιθάρα η νύχτα και διώχνει όλα τα σκύβαλα απ’ την ψυχή σου πλέον φώναξε είβαλα είβαλα, είβαλα, οοοοοοο τώρα μπορεί να πάει στο διάολο ό,τι μας έθλιβε εδώ τώρα χαράζουμε ένα αύριο σαν μία αγκαλιά, χωρίς σιωπή ή μοναξιά, σύνθημα απλά λευτεριά. Γάμα τους μαλάκες και χαμογέλα, απ΄ την αρχή αγάπησε και κάνε καμιά τρέλα πριν ο κόσμος γίνει στάχτη άπλωσε φωτιά να το χαρούμε πριν μας πάρουν οι ανέμοι μακριά, πάρε μια μπύρα στο χέρι κι όσα η νύχτα μας φέρει δεμάτιασέ τα φυλαχτό σε κάποιο ασκέρι κι όταν η μπύρα τελειώσει κάν' το μπουκάλι στουπί να σκορπίσεις κι εσύ φως πριν έρθει η αυγή. Πάμε να βρούμε έν’ αγέρι φασαριόζικο, τρελό να καθαρίσει ως τα βάθη την ψυχή μας, ν’ απαλλαγούμε από κάθε δειλό συμβιβασμό και να θάψουμε για πάντα την ανοχή μας. Πάμε μια βόλτα και μαζί σου φέρε πολλούς, με μια φωνή, μ’ έναν σκοπό θα τραγουδάμε, λευτεριά σ’ όλους εμάς τους αμαρτωλούς που τ’ όνειρο παντού και πάντα αναζητάμε. Παίζει η κιθάρα για έναν τρελό, το θελα ψυχή μου εδώ και καιρό να σου πω, να σου πω. Άπλωσε τριγύρω μόνο φωτιά, για τα όνειρά μας φώναξε δυνατά, λευτεριά, λευτεριά. Γάμα ό,τι σε θλίβει, γέλα ξανά, γάμα τους μαλάκες, ψάξε τ’ απλά, τ’ αστρικά, μια αγκαλιά Απ’ την αρχή μάθε με να αγαπώ πριν ο κόσμος γίνει στάχτη εδώ, να σωθώ, να σωθώ.

about

12 κομμάτια το καθένα με το δικό του μουσικό ύφος, αλλά πάντα με βάση το hip-hop, προσπαθούν να ανεβάσουν τους στίχους τους "Σ' ένα ανηφόρι ξερό" και να συνεχίσουν να φλέγονται μες στη φωτιά..

credits

released April 19, 2018

license

all rights reserved

tags

about

FIRACE Greece

contact / help

Contact FIRACE

Streaming and
Download help

Report this album or account

If you like Σ' ένα ανηφόρι ξερό, you may also like: